συνανέστησε

συνανέστησε
συνανίστημι
make to stand up
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνανίστημι — ΜΑ 1. σηκώνω συγχρόνως («ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ ἑαυτοῡ τὴν Ἀριάδνην», Ξεν.) 2. βοηθώ στην ανέγερση («λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη», Ξεν.) αρχ. μέσ. συνανίσταμαι αναχωρώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίστημι «εγείρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”